Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

ΕΚΤ: Τυπώνοντας χρήμα, «στεγνώνει» την αγορά από... ρευστό

Οι τράπεζες στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη αρνούνται να δώσουν δάνεια, παρατείνοντας την περίοδο έλλειψης ρευστότητας από την αγορά και οδηγώντας την ευρωπαϊκή οικονομία - πιθανόν με εξαίρεση τη Γερμανία - με μαθηματική ακρίβεια σε μία διπλή ύφεση (παρατεταμένη ύφεση για την Ελλάδα, αφού η χώρα δεν βγήκε από αυτήν ακόμη).


Αντί η ρευστότητα να διοχετευθεί προς τις επιχειρήσεις, τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά δάνεια, αποθηκεύεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), όπου και παραμένει ανενεργή, αφήνοντας την αγορά να «στεγνώσει», συμβάλλοντας στην επιμήκυνση και την επιδείνωση της κρίσης.


Η κατάσταση αυτή ήταν, ήδη, δραματική πριν από την ελληνική κρίση, αλλά έπειτα από αυτήν και ιδιαίτερα μετά την απόφαση για την αγορά καλυμμένων κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, έχει γίνει δραματική, με το ύψος των κεφαλαίων που «παρκάρουν» στην ΕΚΤ να έχει εκτοξευτεί πάνω από το επίπεδο ρεκόρ που καταγράφηκε μετά την κατάρρευση της Lehman.

Αυτό, γιατί η ΕΚΤ προσφέρει πολύ υψηλότερο διατραπεζικό επιτόκιο απ' ό,τι οι εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να προσελκύσει τα κεφάλαιά τους, ώστε να αντισταθμίσει το ποσό που ξοδεύει για την αγορά καλυμμένων κρατικών ομολόγων, σε μία προσπάθεια να κατευνάσει τον φόβο της Γερμανίας ότι μέσω του προγράμματος αγoράς ομολόγων τυπώνει χρήμα.

Οταν η ΕΚΤ εγκαινίασε το νέο αυτό πρόγραμμα τον Μάιο, δεσμεύτηκε να «αποστειρώνει» τις όποιες αγορές ομολόγων της Ελλάδας και άλλων κρατών, με το να δέχεται ένα αντίστοιχο των αγορών ποσό σε καταθέσεις από τράπεζες, (στις οποίες και πληρώνει τόκο), έτσι ώστε η συνολική προσφορά χρήματος να παραμένει αμετάβλητη. Με απλά λόγια, αν η ΕΚΤ αγοράσει ομόλογα αξίας 20 δισ. ευρώ, διοχετεύοντας αυτό το ποσό στην αγορά, τότε επιχειρεί, ταυτόχρονα, να συγκεντρώσει 20 δισ. από τις τράπεζες, ώστε να μην αλλάξει η συνολική προσφορά χρήματος.

Λειτουργώντας με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, από τη μία πλευρά παρέχει στις τράπεζες το κίνητρο να δεσμεύουν τα χρήματά τους και να μην τα διοχετεύουν στην αγορά, ενώ, στην ουσία, δεν αλλάζει το γεγονός ότι, τελικά, δημιουργεί χρήμα από το τίποτε. Αυτό, γιατί τα κεφάλαια που «παρκάρονται» στην ΕΚΤ μπορούν ανά πάσα στιγμή να αποδεσμευτούν, καθώς ανήκουν στις τράπεζες, ενώ τα ομόλογα που έχουν πιστωθεί στον ισολογισμό της ΕΚΤ παραμένουν εκεί μέχρι να ζητηθεί η αποπληρωμή τους από τις χώρες που τα έχουν εκδώσει (το διάστημα λήξης του είναι, συνήθως, μέχρι 2 έτη).

Ακόμη περισσότερο, όμως, η «εξίσωση της ΕΚΤ» φαίνεται να χάνει τη στήριξή της από τις ίδιες τις τράπεζες, καθώς την τελευταία εβδομάδα μπόρεσε να προσελκύσει μόνο 31,8 δισ. ευρώ έναντι 55 δισ. ευρώ που χρειαζόταν για να «αντισταθμίσει» το ποσό που ξόδεψε στην αγορά ομολόγων στις τελευταίες 7 εβδομάδες. Κάνοντας την αφαίρεση είναι φανερό πως σε λιγότερο από δύο μήνες η ΕΚΤ έχει τυπώσει 23,2 δισ. ευρώ.

Η νομισματική πολιτική της δημιουργίας χρήματος χωρίς αντίκρισμα βρίσκεται στην καρδιά του αγγλοσαξονικού οικονομικού συστήματος και βέβαια, στο κέντρο του διεθνούς τραπεζικού συστήματος.
Ωστόσο, είναι η πρώτη φορά που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναλαμβάνει να τυπώσει χρήμα, αγοράζοντας καλυμμένα κρατικά ομόλογα και αποκτώντας, έτσι, το δικαίωμα να ζητήσει την αποπληρωμή τους όταν λήξουν αλλά και να επισπεύσει την πληρωμή τους μέσω εμπράγματων ασφαλειών στην περιουσία του κράτους που τα εξέδωσε, στην περίπτωση που αυτό δεν μπορεί να αποπληρώσει το κεφάλαιο στην ώρα του.

Και αν, τουλάχιστον, αυτή η στρατηγική βοηθούσε να διοχετευθεί χρήμα στην αγορά, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και η κατανάλωση, τότε, ίσως, να είχε κάποια λογική βάση. Μα η «εξίσωση της ΕΚΤ» επιτάσσει το τύπωμα χρήματος με έναν τρόπο που εξασφαλίζει την αποστράγγιση ρευστότητας από την αγορά, κάτι που σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή απόφαση για την υιοθέτηση πολύ σκληρού προγράμματος μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, έχει προκαλέσει μία κατάσταση μόνιμης «ανομβρίας» ρευστότητας στην αγορά, από την οποία πάσχει περισσότερο απ’ όλους, προς το παρόν, η Ελλάδα.

Μία από τις άμεσες συνέπειες είναι να γίνεται όλο και λιγότερο πιθανό να αρχίσει η παροχή δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά, ασχέτως των πακέτων στήριξης προς τις τράπεζες και τα όποια μέτρα για την ενίσχυση της δικής τους ρευστότητας. Μα η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνη, καθώς την 1η Ιουλίου οι εμπορικές τράπεζες καλούνται να επιστρέψουν στην ΕΚΤ δάνεια διάρκειας ενός έτους και ύψους 442 δισ. ευρώ, κάτι το οποίο, είτε το πετύχουν στο ακέραιο είτε όχι, θα προκαλέσει περαιτέρω μείωση της ρευστότητας στο άμεσο μέλλον.

Και όλα αυτά, ενώ η ΕΚΤ φαίνεται να χάνει την αξιοπιστία της τόσο από τη Γερμανία, η οποία την κατηγορεί ευθέως ότι δεν τηρεί την υπόσχεσή της να μην τυπώσει χρήμα όσο και από τα περιφερειακά ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Ισπανία, η οποία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας και κατηγορεί την ΕΚΤ ότι δεν κάνει... τη δουλειά της, η οποία, ιδιαίτερα σύμφωνα με τον νέο ρόλο της, είναι να εξασφαλίζει την ομαλή ροή ρευστότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Ισως τα παραπάνω να φαίνονται λιγότερο «ελληνικό πρόβλημα» απ’ ό,τι αυτά τα οποία αντιμετωπίζει, ήδη, η χώρα. Ας μην ξεχνάμε, όμως, πως η Ελλάδα ζει με «μηχανική στήριξη», ένας σημαντικός βαθμός της οποίας προέρχεται από την ΕΚΤ. Και όσο η θέση της ΕΚΤ δυσχεραίνει αλλά και όσο αυτή αποτυγχάνει να κάνει αυτό για το οποίο είναι υπεύθυνη, τόσο οι αγορές θα θεωρούν περισσότερο πιθανή την πτώχευση της Ελλάδας και έτσι θα παρατείνουν και θα εντείνουν τη χρηματοπιστωτική πίεση, χειροτερεύοντας δραματικά τη θέση της.
Ο κ. Πάνος Παναγιώτου είναι διευθυντής του ΕΚΤΑ, 3FVIP.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: